εμπερίοδος

εμπερίοδος
-η, -ο (AM ἐμπερίοδος, -ον)
φρ. «εμπερίοδο λεκτικό» — η εκφορά μεγάλων προτάσεων οι οποίες έχουν όμως κανονική σύνδεση και άριστη γλωσσική διάρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμπεριόδως — ἐμπερίοδος in periods adverbial ἐμπερίοδος in periods masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπερίοδον — ἐμπερίοδος in periods masc/fem acc sg ἐμπερίοδος in periods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”